Το αποτέλεσμα των εκλογών χαροποιεί τις τράπεζες και διαλύει τις όποιες αβεβαιότητες τους

Με ανακούφιση υποδέχονται οι διοικήσεις των τραπεζών το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου, το οποίο, εφόσον επιβεβαιωθεί από τις δεύτερες κάλπες, θα σηματοδοτήσει τη διάλυση σημαντικών αβεβαιοτήτων για τον τραπεζικό κλάδο ως απόρροια της προεκλογικής περιόδου.
Υψηλόβαθμες πηγές των τεσσάρων συστημικών ιδρυμάτων κάνουν λόγο για “ηρεμία”, “σταθερότητα” και εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας ταχύτερα από το αναμενόμενο, χάρη στη διαφαινόμενη συνέχιση της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας μετά το υψηλό ποσοστό που έλαβε στις πρώτες κάλπες.
Την αισιοδοξία αυτή συμμερίζονται και οι διεθνείς πιστοληπτικοί οίκοι αξιολόγησης, οι οποίοι έσπευσαν να επιβεβαιώσουν ότι, εφόσον προκύψει στις δεύτερες εκλογές παρόμοια εικόνα με τις πρώτες ως προς τα ποσοστά της Ν.Δ., ανοίγει ο δρόμος για τον σχηματισμό μιας πολύ εύρωστης κυβέρνησης, με πολύ μικρή πιθανότητα αποσταθεροποίησης στην τετραετία.
Οι αβεβαιότητες που είχαν κυκλώσει τον τραπεζικό κλάδο προεκλογικά συνίστανται σε δύο άξονες. Ο πρώτος ήταν η πιθανότητα παρατεταμένης εκλογικής αναμέτρησης −ακόμα και με τρεις κάλπες−, που θα λειτουργούσε ως τροχοπέδη σε μια σειρά από κρίσιμες εξελίξεις στον κλάδο, όπως η αποεπένδυση του Δημοσίου μέσω του ΤΧΣ, αλλά και στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, όπως η ομαλή διεξαγωγή των πλειστηριασμών για επίτευξη των business plans των τιτλοποιήσεων για τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης.
Ταυτόχρονα, μέσα από τις προεκλογικές εξαγγελίες της, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει αφήσει ανοιχτή την κερκόπορτα για μια σειρά από έκτακτα μέτρα, όπως η έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών, η αναστολή των πλειστηριασμών, η διατήρηση των ποσοστών του Δημοσίου στις τράπεζες, η κατάργηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η κατάργηση του πτωχευτικού νόμου κ.ά.
Έκτακτη φορολόγηση
Το 2022 ήταν ένα έτος ισχυρής κερδοφορίας για τον κλάδο, με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να καταγράφουν συνολικά κέρδη άνωτων 3,6 δισ. ευρώ. Οι παράγοντες που οδήγησαν στις εξαιρετικές επιδόσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων το περασμένο έτος είναι η ραγδαία αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 375 μονάδες βάσης (έως σήμερα), η ισχυρή ανάπτυξη με ρυθμό 6% της εγχώριας οικονομίας, που συνοδεύτηκε από σημαντική πιστωτική επέκταση, καθώς και έκτακτες πηγές εσόδων όπως τα έσοδα από επενδύσεις και πωλήσεις assets. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που δημοσιοποίησαν Εθνική, Alpha Bank, Πειραιώς και Eurobank για το πρώτο τρίμηνο του 2023, οι υψηλές επιδόσεις αναμένεται να συνεχιστούν και το τρέχον έτος, εν μέσω συνεχιζόμενων αυξήσεων στα επιτόκια και εξορθολογισμού του λειτουργικού κόστους στον κλάδο.
Το υπουργείο Οικονομικών της προηγούμενης κυβέρνησης, υπό τον Χρήστο Σταϊκούρα, παρότι άσκησε ισχυρές πιέσεις στις τράπεζες σε μια σειρά από πεδία, όπως η στήριξη των ευάλωτων δανειοληπτών, η αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων και η μείωση των προμηθειών συναλλαγών, ωστόσο δεν έδειξε διατεθειμένο να προβεί σε έκτακτη φορολόγηση της κερδοφορίας των τραπεζών − όπως συνέβη, για παράδειγμα, στην Ισπανία. Σθεναρά αντίθετη προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε και η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι οι εγχώριες τράπεζες έχουν ανάγκη από υψηλή κερδοφορία προκειμένου να βελτιώσουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους, δεδομένου του ποσοστού άνω του 60% που αντιπροσωπεύει η αναβαλλόμενη κερδοφορία.
Αποεπένδυση του Δημοσίου
Εντός του 2023 αναμένονται οι πρώτες κινήσεις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τη διάθεση των ποσοστών που κατέχει το Δημόσιο στις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Κορωνίδα των θέσεων αυτών είναι η Εθνική Τράπεζα, όπου το ΤΧΣ κατέχει ποσοστό 40%, και ακολουθούν η Πειραιώς με 24%, η Alpha με 9% και η Eurobank με 1,4%.
Οι βασικές του εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνουν διατήρηση του ποσοστού του Δημοσίου στην Εθνική Τράπεζα, “μπλοκάροντας” την πλήρη ιδιωτικοποίησή της μέσω του ΤΧΣ. Επιπλέον, δεσμεύεται να αποκτήσει το πλειοψηφικό της μερίδιο προχωρώντας ουσιαστικά σε κρατικοποίηση της τράπεζας. Στόχος είναι η άσκηση πολιτικής προσανατολισμένης στο δημόσιο συμφέρον ειδικά στον τομέα των κόκκινων δανείων, αλλά και στη χρηματοδότηση των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Κατάργηση του ΤΧΣ
Στο πλαίσιο αυτό, η αξιωματική αντιπολίτευση έχει δεσμευτεί να καταργήσει το ΤΧΣ και τα μερίδια του Δημοσίου στις τράπεζες να υπαχθούν στο υπουργείο Οικονομικών ή άλλον δημόσιο φορέα. Ο λόγος είναι ότι την πλειοψηφία του δ.σ. του ΤΧΣ κατέχουν οι θεσμοί −με κυριότερο τον ESM−, δεδομένου ότι τα έσοδα του Ταμείου κατευθύνονται αυτομάτως για την ταχύτερη εξόφληση του δημόσιου χρέους, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία που υπεγράφη στο πλαίσιο των Μνημονίων.
Σε άκρως αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε, πάντως, η πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης. Με νόμο που ψήφισε ακριβώς πριν από ένα έτος, προσδιορίστηκε η στρατηγική αποεπένδυσης του ΤΧΣ, προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή άμεσα και σίγουρα προτού εκπνεύσει η προθεσμία λειτουργίας του το 2025. Προς την κατεύθυνση αυτή, το ΤΧΣ έχει προσλάβει συμβούλους αποεπένδυσης και έχει ήδη ξεκινήσει να καταρτίζει τη σχετική στρατηγική, η οποία προβλέπει διάθεση των ποσοστών του είτε μέσω Χ.Α. είτε μέσω τοποθέτησης (placement). Η επανεκκίνηση της διαδικασίας έχει οδηγήσει σε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις τραπεζικές μετοχές στο ελληνικό ταμπλό, ενώ έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον από επενδυτές και funds για απευθείας τοποθετήσεις στα συστημικά ιδρύματα.
Aναστολή πλειστηριασμών και κατάργηση πτωχευτικού
Στις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπεται, επίσης, η κατάργηση του υφιστάμενου πτωχευτικού πλαισίου και η αντικατάστασή του με ολοκληρωμένο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Στο πλαίσιο αυτό, έχει καταστεί σαφές ότι θα ανασταλεί κάθε πλειστηριασμός κάθε κατοικίας για όσους μήνες χρειαστεί μέχρις ότου συσταθεί το νέο πλαίσιο προστασίας. Οι εν λόγω εξαγγελίες ισοδυναμούν με “βόμβα” στα business plans των τιτλοποιήσεων που υλοποιούν οι servicers, τα οποία όμως προβλέπουν και κρατικές εγγυήσεις μέσω του “Ηρακλή” ύψους 19 δισ. ευρώ.
Επίσης, το πρόγραμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προβλέπει ριζική αναδιάρθρωση του πλαισίου λειτουργίας των servicers και του εξωδικαστικού μηχανισμού. Ωστόσο στις εν λόγω πολιτικές περιέχονται και σημαντικοί κίνδυνοι για τις τράπεζες, οι οποίες μπορεί να μη διαθέτουν πλέον τον κύριο όγκο των κόκκινων δανείων στο ενεργητικό τους −με εξαίρεση την Εθνική Τράπεζα−, αλλά απειλούνται σοβαρά από ενδεχόμενη διάβρωση της κουλτούρας πληρωμών.
Αυτό συμβαίνει διότι, σε περίπτωση που άλλαζε η κυβέρνηση και μαζί της όλες οι βασικές πολιτικές διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, οι οφειλέτες θα πατούσαν “παύση” στην εξυπηρέτηση των οφειλών τους προκειμένου να δουν τι ακριβώς θα ισχύσει. Αυτό αφορά κυρίως τους δανειολήπτες που εξυπηρετούν ρυθμίσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι οποίοι −σε αυτή την περίπτωση− δεν θα είχαν πολλά να χάσουν.
Πάγωμα του “Ηρακλή”
Σύμφωνα με πληροφορίες, Τράπεζα της Ελλάδος και υπουργείο Οικονομικών επεξεργάζονται το ενδεχόμενο επανεκκίνησης του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων “Ηρακλής” (μέσω του “Ηρακλή ΙΙΙ”), που είχε ως αποτέλεσμα οι συστημικές τράπεζες να πετύχουν μονοψήφιους δείκτες NPEs, από 60% που ήταν στην κορύφωσή τους το 2016.
Αυτό ζητούν επίμονα οι μικρότερες, μη συστημικές τράπεζες −Attica Bank και Παγκρήτια−, αλλά και η Εθνική και Πειραιώς, που δεν πρόλαβαν να εντάξουν τις τιτλοποιήσεις “Frontier ΙΙ” και “Sunrise III”, αλλά και την τιτλοποίηση “Solar”, που δρομολογούν από κοινού οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επανειλημμένως καταδικάσει το πρόγραμμα “Ηρακλής”, ασκώντας την κριτική ότι είναι το όχημα μέσω του οποίου τα σπίτια των οφειλετών έχουν μεταβιβαστεί σε funds με κίνδυνο τη ρευστοποίησή τους ακόμα και στις περιπτώσεις των ευάλωτων δανειοληπτών.