05/12/2025

Αποκαλυπτικά Στοιχεία Alpha Bank: Ο Πλούτος των Ελληνικών Νοικοκυριών σε Πρώτο Πλάνο!

Η αξία του ακαθάριστου πλούτου των νοικοκυριών ξεπέρασε τα 1 τρισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2025, καταγράφοντας τα υψηλότερα επίπεδα από το 2011, όπως αναφέρει σε δελτίο της  Alpha Bank στοιχεία της  ΕΚΤ. Η άνοδος της αξίας του πλούτου των νοικοκυριών την τελευταία τριετία αποδίδεται στην αύξηση τόσο του χρηματοοικονομικού, όσο και του μη

Alpha Bank: Τι δείχνουν τα στοιχεία για τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών – enikonomia.gr

Αναλυτική Εξέταση του Πλούτου των Νοικοκυριών στην Ελλάδα

Η συνολική αξία του ακαθάριστου πλούτου που κατέχουν τα νοικοκυριά ξεπέρασε το 1 τρισ. ευρώ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, σημειώνοντας έτσι τα υψηλότερα επίπεδα από το 2011, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποίησε η Alpha Bank βασισμένα σε δεδομένα της ΕΚΤ.

Η αύξηση της αξίας αυτού του πλούτου στα τελευταία τρία χρόνια αποδίδεται στην ενίσχυση τόσο των χρηματοοικονομικών όσο και των μη χρηματοοικονομικών στοιχείων. Αν και ο δείκτης συμμετοχής του μη χρηματοοικονομικού πλούτου στον συνολικό ακαθάριστο πλούτο είναι διαρκώς υψηλός στη χώρα μας, είναι σημαντικό να αναλύσουμε αν έχει υπάρξει αλλαγή στη σύνθεση αυτής της περιουσίας ανά τύπο περιουσιακού στοιχείου τα τελευταία χρόνια.

Επιπλέον, εξετάζοντας την κατανομή των νοικοκυριών σε δεκατημόρια (deciles), όπως αποτυπώνει η ΕΚΤ με βάση τον καθαρό τους πλούτο (δηλαδή την διαφορά μεταξύ ακαθάριστου πλουτισμού και χρεών), παρατηρούμε τη σύνθεση αυτών ανά επίπεδο πλουτισμού και συγκρίνοντάς την με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που παρουσιάζει η ομάδα ανάλυσης της Alpha Bank,παρατηρούνται σημαντικές ομοιότητες αλλά και κρίσιμες διαφορές στην κατανομή ιδιοκτησίας περιουσιακών στοιχείων στο εσωτερικό της Ελλάδας αλλά και σε σύγκριση με τις χώρες της Ευρωζώνης.

Ο χρηματοοικονομικός πλούτος περιλαμβάνει τις τραπεζικές καταθέσεις, τα κρατικά ομόλογα, τις εισηγμένες εταιρικές μετοχές καθώς και τον επιχειρηματικό χρηματοοικονομικό πλούτο (όπως οι μη εισηγμένες συμμετοχές). Από την άλλη πλευρά, ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος αφορά κυρίως ακίνητα καθώς και άλλα πάγια στοιχεία εκτός κατοικιών.

Το πρώτο τρίμηνο του 2018 – έτος κατά το οποίο άρχισε να ανακάμπτει η ελληνική οικονομία – η συνολική αξία ακαθάριστης περιουσίας των νοικοκυριών πλησίασε τα 0,8 τρισ. ευρώ. Από αυτό το ποσό, περίπου το 73% προερχόταν από μη χρηματοοκομικά στοιχεία ενώ μόνο το υπόλοιπο 27% ήταν από τη σφαίρα του χρηματοοκομικού κλάδου. Έπειτα από επτά χρόνια εξέλιξης, αυτή η αξία έχει επιτευχθεί πάνω από 200 δισ. ευρώ λόγω κυρίως της αύξησης τιμών υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων αλλά επίσης λόγω δημιουργίας νέου κέρδους σε κάποιο βαθμό. Παράλληλα παρατηρείται μια ελαφριά μεταβολή υπέρ των χρηματοοκομικών στοιχείων (67% έναντι 33%).

Καθολικά όλες οι κατηγορίες περιουσίας έχουν σημειώσει αύξηση στην εν λόγω περίοδο όμως οι υποκατηγορίες στον χώρο διαχειρίσιμου κεφαλαίου παρουσίασαν πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη συγκρινόμενες με αυτές των άλλων κατηγοριών παθητικού κεφαλαίου όπως καθίστανται μέσω βελτίωσης πιστωτικής αξιολόγησης της χώρας μας μετά την επίτευξη επενδυτικής κλάσης.

Aναλύοντας τώρα τη διάρθρωση αυτή στις ελληνικές οικογένειες συγκρινόμενη με εκείνες στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης μέσω δεκατημονίων καθαρού εισαγόμενου κεφαλαίου: Στην Ελλάδα σχεδόν όλοι οι πόροι για το μεγαλύτερο ποσοστό οικογενειάρχων προέρχονται κυρίως από ακίνητα – γεγονός συνυφασμένο μ’ ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό ιδιοκτησίας κατοικιών που ισχύει εδώ μακροχρόνια- ενώ μικρότερο μέρος προκύπτει απ’ τις τραπεζικές καταθέσεις ή άλλες επιχειρηματικές μορφές.”

Σύγκριση Μεταξύ Ελλάδας Και Ευρωζώνης

“Στην περίπτωση ενός πιο διευρυμένου δείγματος όπως αυτό που αντιστοιχεί στις οικογένειες όλης της Ευρωζώνης μπορούμε να δούμε ότι κυρίαρχη θέση στους πόρους αποκτούν επίσης ακίνητες προσθήκες.” Στον αντίκτυπο στους ισχυρούς δημόσιους πόρους υπάρχει μια μικρή διαφοροποίηση μεταξύ αυτών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης όπου αυτοί φανερώνει αντίστροφη συσχετισμένη τάση ως προς τους υπόλοιπους οικονομικούς πόρους.”

Καταληκτικά Συμπεράσματα

“Εν τέλει απαιτείται περαιτέρω επικέντρωση στο θέμα ενίσχυσης γνώσεων γύρω απ’ αγορές συναλλαγής καθώς θα συμβάλουν θετικά όχι μόνο στη κουλτούρα αποταμίευσης αλλά θα βελτιώσουν αποφασιστικές διαδικασίες μέσα στα χαρτοφυλάκια κάθε οικογένειας.”