«Λαγκάρντ: Θετική για την Ανάπτυξη της Ευρωζώνης, Αλλά Ανησυχεί για τον Πληθωρισμό»
Αισιόδοξη για την πορεία ανάκαμψης της Ευρωζώνης εμφανίστηκε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, γεγονός που προκάλεσε βάσιμα ερωτηματικά για το κατά πόσο ολοκληρώθηκε ο καθοδικός κύκλος των επιτοκίων. Στην τελευταία συνεδρίαση του για το 2025 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ διατήρησε αμετάβλητο στο 2% το βασικό επιτόκιο της Τράπεζας. Παράλληλα όμως
Οπτική για την Ανάκαμψη της Ευρωζώνης από την Κριστίν Λαγκάρντ
Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Κριστίν Λαγκάρντ, εξέφρασε αισιοδοξία σχετικά με τη διαδικασία ανάκαμψης στην Ευρωζώνη, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την πιθανότητα ολοκλήρωσης του κύκλου πτώσης των επιτοκίων.
Κατά την πρόσφατη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, που πραγματοποιήθηκε ως το τελευταίο για το 2025, αποφασίστηκε η διατήρηση του βασικού επιτοκίου στο 2%. Παράλληλα, η Τράπεζα προχώρησε στην τρίτη θετική αναθεώρηση των εκτιμήσεων ανάπτυξης για την περιοχή. Ενδεικτικά, τον Ιούνιο οι προβλέψεις έδειχναν αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,3% για το 2025. Ωστόσο, στις νέες εκτιμήσεις που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα ο συγκεκριμένος δείκτης έχει αναθεωρηθεί σε 1,4%. Σχετικά με το 2026 προβλεπόταν μικρή συρρίκνωση του ΑΕΠ (-0,1%), ενώ τώρα αναμένεται αύξηση ύψους 1,2%.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις της κ. Λαγκάρντ σε συνέντευξη τύπου , η οικονομία παρουσιάζει ανθεκτικότητα: “Το τρίτο τρίμηνο σημειώθηκε ανάπτυξη ύψους 0,3%, κυρίως λόγω αύξησης στη κατανάλωση και στις επενδύσεις.” Επιπλέον παρατηρήθηκε άνοδος στις εξαγωγές χάρη στα χημικά προϊόντα. Ο τομέας των υπηρεσιών αποτέλεσε τον κύριο πυλώνα ανάπτυξης ειδικότερα στον τομέα πληροφορικής και επικοινωνίας ενώ η βιομηχανία και οι κατασκευές παρέμειναν σταθερές.
Η αγορά εργασίας ενισχύει τη θετική αυτή εικόνα: Η ανεργία ανέβηκε στο 6,4% τον Οκτώβριο κοντά στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η απασχόληση αυξήθηκε κατά 0,2% στο τρίτο τρίμηνο. Παρά ταύτα όμως υπάρχει επιβ slowdown στη ζήτηση εργασίας καθώς ο αριθμός των κενών θέσεων είναι στο χαμηλότερο σημείο από τότε που ξέσπασε πανδημία.
Όπως προβλέπουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής , η εγχώρια ζήτηση θα είναι ο κυριότερος παράγοντας ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Αναμένονται αυξήσεις στα πραγματικά εισοδήματα και μια σταδιακή πτώση στον δείκτη αποταμίευσης βοηθώντας έτσι στην κατανάλωση . Οι επιχειρηματικές επενδύσεις αλλά επίσης οι δημόσιες δαπάνες σε υποδομές και άμυνα αναμένεται να προσφέρουν στήριξη στην οικονομία .Ωστόσο , δεν αποκλείεται ότι οι δυσκολίες στο παγκόσμιο εμπόριο θα συνεχίσουν να περιορίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης εντός της ευρωπαϊκής ζώνης φέτος αλλά και το επόμενο έτος.
Αναφερόμενη στους κινδύνους για τη ζητούμενη ανάπτυξη , η κ. Λαγκάρντ επισήμανε ότι παρόλο που έχουν μειωθεί κάποιες εμπορικές εντάσεις , ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον μπορεί να διαταράξει εφοδιαστικές αλυσίδες , να μειώσει τις εξαγωγέςκαι κατεπέκειαν να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην κατανάλωση καθώς επίσης στις επενδύσεις . Μια πιθανή υποβάθμιση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί επίσης να φέρει πιο αυστηρούς όρους χρηματοδότησης προκαλώντας μεγαλύτερη αποστροφή προς τον κίνδυνο συνοδευόμενη από χαμηλότερους δείκτες ανάπτυξης . Οι γεωπολιτικοί κραδασμοί όπως ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας παραμένουν σημαντικοί παράγοντες αβεβαιότητας.
Ωστόσο υπάρχουν στοιχεία για μια καλύτερη πορεία : Τα σχέδια δαπανών σε άμυνα/υποδομές μαζί με μεταρρυθμίσεις παραγωγικότητας μπορούν πράγματι να προσφέρουν μεγαλύτερες ευκαιρίες ανάμεσα στους οποίους θα μπορούσαν τελικά ενδεχομένως οδηγήσουν σε υψηλότερους τόνους δήλωσης εμπιστοσύνης κι έτσι ιδιωτικών κονδυλίων .
“Για τις προοπτικές πληθωρισμού,”, ανέφερε ότι αυτές παραμένουν περισσότερο αμφιλεγόμενες λόγω διεθνώς ασυντόνων συνθηκών θολώνοντας τους δείκτη αριθμούς καταναλωτών γενικώς . Η πορεία τιμών μπορεί μάλιστα αν καθηλωθεί εάν αλλαγές στους διοικητικούς φόρους μειώσουν τη συνολική ζήτησή μας ή αν ένα δυνατό ευρώ δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες συμπιέζοντας τελικά όλο αυτό κάτω από προσδοκιούμενες τιμές.” Πρέπει ακόμα να έχουμε υπόψη μας πως οποιαδήποτε μορφή εμφάνισης κρίσεων φυσικών ή άλλων μπορεί σίγουρα ν’ οδηγήσει σε υπερβολικές πιέσεις προς τα προϊόντα τροφίμων “>.
